-
1 ἔχθρα
ἔχθρα, ἡ, die Feindschaft, der Haß; πρὸς ἀλλήλους τίνες ἔχϑραι Aesch. Prom. 490; μὴ γάρ σε ϑρῆνος ὁὐμὸς εἰς ἔχϑραν βάλῃ, 388. 440, dir Haß zuziehe; Soph. Ai. 1336; Pind. P. 4, 145; κατ' ἔχϑραν τινός, aus Feindschaft, Haß gegen Einen, Ar. Pax 133; ἡ τῶν Λακεδαιμονίων ἔχϑρα, gegen die Laced., Thuc. 7, 57; ἡ ἔχϑρη – ἡ προοφειλομένη ἐς Ἀϑηναίους ἐκ τῶν Αἰγινητέων ἐγένετο Her. 5, 82 (vgl. auch ἔχω); τὴν ἔχϑραν ἐς τοὺς 'Αργείους ἐποιήσαντο Thuc. 2, 68, wo auch ἔχϑρα πρὸς τοὺς Ἀργείους gesagt ist; ἔχϑραν συμβάλλειν, συνάπτειν τινί, sich die Feindschaft Imds zuziehen, Eur. Med. 44 Heracl. 459, auch αἴρεσϑαι, Dem. 21, 132; ἔχϑρα ἐστὶν ἐν αὐτοῖς πρὸς ἀλλήλους Plat. Euth. 7 b; εἰς ἔχϑραν ἐλϑεῖν, in Feindschaft gerathen, Phaedr. 256 d; πολλὴν εἰς ἔχϑραν καϑίστανται ἀλλήλοις Polit. 307 d; καταστήσαντες ὑμᾶς ἐς ἔχϑραν τῷ δήμῳ, nachdem sie euch der Volkspartei verfeindet haben, Xen. Hell. 3, 5, 9; ἔχϑραν ἔχειν πρός τινα, Feindschaft gegen Jem. hegen, Dem. 19, 222. Ueber δι' ἔχϑρας γίγνεσϑαι u. μολεῖν s. διά, vgl.Eur. Phoen. 479; - τὰς πρὸς ήμᾶς ἔχϑρας διαλύεσϑαι Isocr. 4, 15, vgl. Thuc. 4, 19, die Feindschaft aufheben, beilegen, wie λύειν, Eur. Tr. 50; auch ἐκβαλεῖν, 59; καταλλάσσεσϑαι τὰς ἔχϑρας, Her. 7, 145; ἔχϑρας πρὸς ἀλλήλους ἀνείλοντο Is. 1, 9; – μήτε πρὸς ἔχϑραν μηδένα ποιεῖ σϑαι λόγον μήτε πρὸς χάριν Dem. 8, 1.
-
2 ἔχθρα
A hatred, enmity, Hdt.5.81, Pi.P.4.145, etc.: in philos. sense, = νεῖκος 1.5, Plot.3.2.2; ἔ. τινός hatred for, enmity to one, Antipho 2.4.1, Th.3.10;κατ' ἔχθραν τινός Ar. Pax 133
;ἔ. ἔς τινα Hdt.1.5
, Th.2.68;εἴς θεόν Ep.Rom.8.7
; (pl.), Th.2.68; δι' ἔχθρας μολεῖν, ἀφῖχθαί τινι, to be at feud with one, E.Ph. 479, Hipp. 1164; ;εἰς ἔ. βάλλειν τινά A.Pr. 390
;εἰς ἔ. ἐλθεῖν D.21.62
;καταστῆσαί τινας εἰς ἔχθραν τῷ δήμῳ X.HG3.5.9
;πολλὴν εἰς ἔχθραν ἀλλήλοις καὶ πολλῶν πέρι καθίστανται Pl.Plt. 307d
, cf. Isoc.9.67; πρὸς ἔχθραν from personal enmity, D.18.141; ἔ. συμβάλλειν, συνάπτειν τινί, to engage in hostility with.., E.Med.45, Heracl. 459;ἔ. τισὶν ἄρασθαι D.21.132
;καταλλάσσεσθαι τὰς ἔ. Hdt.7.145
;λύσασαν ἔ. τὴν πάρος E.Tr.50
;τὰς μεγάλας ἔ. διαλύεσθαι Th.4.19
;πρὸς ἀλλήλους ἔ. ἀνείλοντο Is.1.9
;διαλλαχθῆναι τῆς ἔ. And.2.26
: prov., Ἐμπεδοκλέους ἔ., of undying hatred, Lys. Fr. 261 S. -
3 εχθρα
ион. ἔχθρη ἥ тж. pl. ненависть, вражда, неприязнь(τινός Thuc., Arph., εἴς Her., NT. и πρός τινα Aesch., Thuc., Dem., Arst., NT.)
ἔχθραν ἔχειν πρός τινα Dem. — ненавидеть кого-л.;εἰς ἔχθραν ἐλθεῖν τινι Dem., καθίστασθαί τινι Plat., δι΄ ἔχθρας γενέσθαι τινί Arph., μολεῖν или ἀφικέσθαι τινί Eur. — ощутить ненависть, проникнуться враждою к кому-л.;κατ΄ ἔχθραν Aesch., Arph. и πρὸς ἔχθραν Dem. — из ненависти;
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский